Μελετώ τα Μαθήματα Θαυμάτων (ACIM) 

με σχολιασμό δικό μου 

και του Ρόμπερτ Ηλία Νατζέμυ

ACIM - Μάθημα 41

Ο Θεός πηγαίνει μαζί μου όπου και να πάω.

Η δική μου κατανόηση:

Η εσωτερική μου καθοδήγηση είναι πάντα μαζί μου, όπου κι αν βρίσκομαι.

Μπορούμε να το αντιληφθούμε με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι ότι η εσωτερική μας σοφία, το κομμάτι του εαυτού μας που γνωρίζει βαθιά, είναι πάντα μέσα μας και μας ακολουθεί σε κάθε βήμα. Ο άλλος τρόπος είναι ότι η ίδια η ουσία της ζωής, η ενέργεια που μας συνδέει με τον κόσμο, είναι παντού γύρω μας και δεν μετακινείται. Έτσι, όπου κι αν πάμε, είμαστε πάντα συνδεδεμένοι με αυτή την ενέργεια.

Η βασική ιδέα είναι ότι, ανεξάρτητα από το πού βρισκόμαστε ή τι κάνουμε, είμαστε πάντα μέσα σε αυτήν την αίσθηση καθοδήγησης και σύνδεσης, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Δεν είμαστε ποτέ μόνοι και είμαστε πάντα ασφαλείς, νιώθοντας τη στήριξη αυτής της εσωτερικής γνώσης. Φανταστείτε πόσο διαφορετική θα ήταν η καθημερινότητά μας αν θυμόμασταν διαρκώς αυτή την αλήθεια.

Είναι σημαντικό να έχουμε αυτή την επίγνωση σε κάθε στιγμή – στο σπίτι, στη δουλειά, στον δρόμο, στη φύση ή σε στιγμές ηρεμίας. Ό,τι κι αν κάνουμε, η εσωτερική μας καθοδήγηση είναι πάντα εκεί, προσφέροντάς μας ασφάλεια, κατεύθυνση και δύναμη.

ο Ρ. Η. Νατζέμυ μας λέει σχετικά::

ΡΕΝ - Μάθημα 41

Ο Θεός πηγαίνει μαζί μου όπου και να πάω. (Ο Θεός βρίσκεται όπου και να είμαι.)

Μπορούμε να το αντιληφθούμε και με τους δύο τρόπους που το έχουμε εκφράσει. Ο ένας τρόπος είναι ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα μας και επομένως πηγαίνει μαζί μας όπου κι αν πάμε. Ο άλλος τρόπος είναι ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και το πανταχού δεν μπορεί να «κινηθεί» και επομένως είναι απλά παρών οπουδήποτε μπορεί να πάω ή να βρεθώ εγώ ο ίδιος.

Ουσιαστικά η ιδέα είναι ότι οπουδήποτε κι αν είμαι, οτιδήποτε κι αν κάνω και οτιδήποτε κι αν συμβαίνει γύρω μου, εγώ βρίσκομαι στην παρουσία του Θεού και ο Θεός βρίσκεται μέσα μου και γύρω μου. Άρα, δεν είμαι ποτέ μόνος και είμαι ασφαλής και με τον «αγαπημένο» μου. Μπορούμε να φανταστούμε πόσο διαφορετική θα είναι η ζωή μας, όταν θυμόμαστε αυτή την πραγματικότητα. Είναι σημαντικό να τη θυμόμαστε οπουδήποτε κι αν βρισκόμαστε – στο σπίτι, στο δρόμο, στην εργασία, στο αεροπλάνο, στο μπαρ, στο υπνοδωμάτιό μας, στο δάσος κλπ.

Ό,τι κι αν κάνουμε, το θείο είναι εκεί. Δεν υπάρχει τόπος, κατάσταση ή δραστηριότητα που μέσα της να μην είναι παρόν το θείο. Με άλλα λόγια είναι πανταχού παρόν.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα χωριό κρυμμένο βαθιά μέσα στα βουνά, ζούσε ένα κορίτσι με το όνομα Έλια. Η Έλια είχε από μικρή την παράξενη αίσθηση ότι υπήρχε κάτι που την παρακολουθούσε, όχι με κακή πρόθεση, αλλά με μια αίσθηση φροντίδας και προσοχής. Όσο μεγάλωνε, τόσο πιο έντονη γινόταν αυτή η αίσθηση, σαν ένας αόρατος φίλος να βαδίζει δίπλα της, χωρίς ποτέ να αποκαλύπτει το πρόσωπό του.

Στο χωριό της, οι κάτοικοι συχνά μιλούσαν για πνεύματα και νεράιδες που ζούσαν στα δάση και τα ποτάμια. Όλοι είχαν να πουν μια ιστορία για κάποιο θαύμα ή μια παράξενη συνάντηση με τα πλάσματα της φύσης. Όμως, η Έλια ήξερε βαθιά μέσα της ότι αυτό που ένιωθε δεν είχε σχέση με πνεύματα ή νεράιδες. Ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι πιο οικείο.

Μια μέρα, αποφάσισε να αφήσει το χωριό της και να ξεκινήσει ένα ταξίδι. Δεν είχε προορισμό συγκεκριμένο· μόνο την επιθυμία να βρει απαντήσεις για αυτό που ένιωθε. Πέρασε μέσα από δάση και λιβάδια, διέσχισε ποτάμια και ανέβηκε βουνά. Σε κάθε βήμα της, η αίσθηση ότι κάποιος ή κάτι την συνόδευε δεν την εγκατέλειψε ποτέ.

Όταν έφτασε σε μια μακρινή κοιλάδα, κουρασμένη από το ταξίδι, κάθισε κάτω από έναν μεγάλο δρυ και έκλεισε τα μάτια της. Εκείνη τη στιγμή, ησυχία τύλιξε τα πάντα γύρω της. Ξαφνικά, ένιωσε μια βαθιά αίσθηση ηρεμίας να την πλημμυρίζει. Σαν να είχε βρει αυτό που αναζητούσε.

«Πάντα ήμουν εδώ», άκουσε μια απαλή φωνή μέσα της. «Δεν χρειάζεται να με ψάχνεις έξω από εσένα. Είμαι η σοφία σου, το φως που σε καθοδηγεί. Βαδίζω δίπλα σου σε κάθε σου βήμα, αδιάκοπα, όπου κι αν πηγαίνεις».

Η Έλια άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, κι όμως όλα φαινόντουσαν διαφορετικά. Δεν ήταν πλέον μόνη. Συνειδητοποίησε ότι η φωνή που άκουγε δεν ήταν κάτι έξω από αυτήν, αλλά η ίδια της η εσωτερική σοφία. Αυτή η σοφία ήταν πάντα εκεί, αόρατη αλλά παρούσα, περιμένοντας να την ακούσει.

Από εκείνη τη μέρα, η Έλια δεν ένιωσε ποτέ ξανά χαμένη. Δεν είχε σημασία πού βρισκόταν – στο δάσος, στο σπίτι της ή σε στιγμές μοναξιάς – ήξερε ότι είχε πάντα μαζί της τη δική της εσωτερική καθοδήγηση. Ό,τι κι αν συναντούσε στο μονοπάτι της, ήξερε πως είχε τη δύναμη και τη σοφία να βρει τον δρόμο της. Και έτσι, συνέχισε το ταξίδι της με καρδιά γεμάτη εμπιστοσύνη και σιγουριά, ανακαλύπτοντας νέα μονοπάτια και φέρνοντας φως όπου κι αν πήγαινε.

Και κάπως έτσι, η Έλια έμαθε ότι η πραγματική δύναμη δεν είναι κάτι που βρίσκουμε έξω από εμάς, αλλά κάτι που πάντα κουβαλάμε μέσα μας – η εσωτερική σοφία που μας συντροφεύει σε κάθε βήμα της ζωής μας

.